- συγκατασπώ
- -άω, Α1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαιπιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.